κυριάρχησις

κυριάρχησις
κυριάρχησις, ἡ (Μ) [κυριαρχώ]
η κυριαρχία, η εξουσία («ἐπιτεύξεται τῆς βασιλείας, τῆς δὲ μείζονος άποπεσεῑται κυριαρχήσεως», Νικ. Χων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”